δίλημμα

δίλημμα
το
1. (λογ.), συλλογισμός που περιέχει δύο αντίθετες έννοιες· που όποια κι αν δεχτούμε θα έχει το ίδιο θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα με την άλλη.
2. η δύσκολη περίπτωση, η αμήχανη θέση στην οποία βρίσκεται κανείς, όταν δεν ξέρει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο εξίσου επικίνδυνες αποφάσεις: Βρέθηκε σε δίλημμα μεγάλο· μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δίλημμα — ambiguous proposition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …   Dictionary of Greek

  • διλημμάτων — δίλημμα ambiguous proposition neut gen pl διλήμματος involving two propositions masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλήμματα — δίλημμα ambiguous proposition neut nom/voc/acc pl διλήμματος involving two propositions neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλήμματι — δίλημμα ambiguous proposition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλήμματος — δίλημμα ambiguous proposition neut gen sg διλήμματος involving two propositions masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διλημματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δίλημμα 2. αυτός που βρίσκεται σε δίλημμα 3. αυτός που περιέχει δίλημμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίλημμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θεαγένη Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • διαλεκτική — Η «τέχνη του διαλέγεσθαι» κατά την ετυμολογία του όρου. Γενικότερα ο όρος δ. υποδηλώνει την αντιπαραβολή των αντιθέσεων και την ανάπτυξη του διαλόγου τους, με αποτέλεσμα την άρση, την εναρμόνιση ή τη νέα σύνθεσή τους. Η δ. υπήρξε μέθοδος τόσο των …   Dictionary of Greek

  • διλήμματος — ο (Α διλήμματος, ον) [δίλημμα] αυτός που περιέχει δύο προτάσεις αρχ. 1. διφορούμενος 2. αυτός που έχει δύο λαβές 3. το ουδ. ως ουσ. το διλήμματον α) δίλημμα β) επιχείρημα …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”